- ούαδας
- οὔαδας, τὸ (Α)βλ. οὖδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ούδας — οὖδας και οὔαδας, τό (Α) (ποιητ. τ.) 1. η επιφάνεια τής γης, το έδαφος («πρὸς οὖδας πεσεῑν», Ευρ.) 2. το δάπεδο, το πάτωμα δωματίου ή σπιτιού 3. παροιμ. «ἐπ οὔδεϊ φῶτα καθίζω τινά» καταβάλλω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει στο πάτωμα, αφού τον… … Dictionary of Greek